- οργανομεταλλοειδής
- -ές (για χημική ένωση) αυτός που περιέχει ανθρακούχα ρίζα ενωμένη με ένα μεταλλοειδές στοιχείο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. οrganometalloidique (< όργανο + μεταλλοειδής)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
όργανο — το (ΑΜ ὄργανον) 1. κάθε φυσικό ή τεχνητό μέσο που χρησιμεύει για παραγωγή έργου, σύνεργο 2. καθένα από τα αυτοτελή μέρη τού οργανισμού ζώων και φυτών το οποίο επιτελεί συγκεκριμένη λειτουργία (α. «αναπνευστικά όργανα» β. «ὄργανα πρὸς ἐργασίαν τῆς … Dictionary of Greek